4 troxoi website home 4 troxoi forum

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΣΗΣ, ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ 4ΤΡΟΧΟΙ

Bασίλης Bασιλικός

ΕΚΤΟΣ ΤΩΝ ΤΟΙΧΩΝ(*)


«_Ο ελληνισμός δεν ευτύχησε την κρίσιμη εκείνη ώρα του 1991 να έχει το νέο
Βενιζέλο του. Κι έτσι χάνει κι είναι κρίμα, γιατί το δαιμόνιο της φυλής θα
είχε ως τώρα μεταμορφώσει το κρατίδιο σε ένα απέραντο ελληνικό
σουπερμάρκετ, όπως συνέβη στη γειτονική Βουλγαρία_»

Σαν αρχή

ΔΕΧΟΜΕΝΟΣ την τιμητική πρόσκληση του παλιού μου φίλου, Κώστα Καββαθά, να
μπω στην τεχνολογικά προηγμένη οικογένεια των 4T, πρέπει να πω ότι δε νιώθω
καθόλου σαν ο_ 5ος τροχός της αμάξης, αλλά σαν το απαραίτητο συμπλήρωμα στο
άξιο επιτελείο των πρώτων σελίδων, όπου υπάρχουν βέβαια άλλοι εκπρόσωποι
του Λόγου, ο ποιητής και δοκιμιογράφος Νίκος Δήμου, όπως κι ο εμπνευσμένος
μπροστάρης του νέου ελληνισμού, ο Κώστας Ζουράρις, αλλά από την οικογένεια
έλειπε ο μυθιστοριογράφος, που σαν κατεξοχήν πεζογράφος είναι με το μέρος
των πεζών και όχι των εποχουμένων.
Γι? αυτό και ελπίζω να με δεχτείτε στους κόλπους σας, αγαπητοί φανατικοί
των 4 Τροχών, αφού πρώτα σας κάνω μια δήλωση για τη σχέση μου με το
αυτοκίνητο. Μικρός οδηγούσα ένα Αustin-άκι -αν θυμάμαι καλά. Ήμουν δεκαοχτώ
χρόνων και στο δρόμο Καβάλας-Θεσσαλονίκης βρέθηκα μπροστά σε έναν γκρεμό
και βιαζόμουν να πέσω μέσα, όχι από διάθεση αυτοκτονίας, αλλά από μια
αποσύνδεση του θυμικού με το συνειδητό. Ευτυχώς, ο φίλος μου Καραμπέτ που
ήταν δίπλα μου, έγκαιρα μου πάτησε φωνή και σταμάτησα στο χείλος της
αβύσσου. Έκτοτε δεν ξανάπιασα τιμόνι. Γιατί ούτε εγώ ο ίδιος είχα καταλάβει
τι είχε συμβεί.

Ήταν πριν δέκα χρόνια ακριβώς, στη Ρώμη, με τη νέα σύντροφο της ζωής μου,
όταν εγκαταλείποντας την EPT πήγα να ζήσω εκεί. Μου λέει: «Γιατί δεν
οδηγείς;».Της εκμυστηρεύτηκα το νεανικό μου τραύμα. «Σου εμπιστεύομαι τη
ζωή μου», μου είπε, «πάρε το τιμόνι». Αυτό ήταν. Ξαναβρήκα όλα τα
αντανακλαστικά, από τη στιγμή που ένας άλλος άνθρωπος μου έδειξε
εμπιστοσύνη. Κι έκτοτε δεν σταμάτησα να οδηγώ και να χαίρομαι την απέραντη
ελευθερία που μόνο η «ρόδα» μπορεί να σου χαρίσει.
Υπάρχουν συγγραφείς μανιακοί των αυτοκινήτων. Όπως ο δικός μας Καραγάτσης ή
ο Γάλλος Ντιονίς Μασκολό. Δεν ανήκω σ? αυτούς. H ταχύτητα δεν με εμπνέει.
Πρέπει να έχει κανείς πάντα στο νου του ότι κυκλοφορούν ανεντόπιστες
υποψήφιες, τύπου κυρίας Γκάλη, και πρέπει να φυλάγει κανείς τα ρούχα του
για να έχει τα μισά.
Ωστόσο εννιά χρόνια στο εξωτερικό, τρία στη Ρώμη και έξι στο Παρίσι,
κυκλοφορούσα χωρίς ασφάλεια. Ήταν το πιο ριψοκίνδυνο πράγμα. Ειδικά στη
Γαλλία όπου πας -και χωρίς ατύχημα- κατευθείαν ένα χρόνο φυλακή. Ένας φίλος
μου Έλληνας ταξιτζής (το επάγγελμα σκηνοθέτης του κινηματογράφου, αλλά λόγω
αναδουλειάς έκανε τον ταξιτζή) κάθε πρώτη του μηνός το θεωρούσε χρέος του
να μου ρίξει ένα τηλεφώνημα, για να μου θυμίσει το μεγάλο χρέος: «Ασφάλεια,
πρέπει να βγάλεις ασφάλεια. Κινδυνεύεις. Είμαι στους δρόμους του Παρισιού
καθημερινά και ξέρω τι σου λέω». Εγώ Καραμανλής (δηλαδή κουφός) δεν τον
άκουγα. Μέχρι τη μέρα που έγινα μπαμπάς, πριν ενάμιση χρόνο, έπιασα τον
εαυτό μου να κατευθύνεται σαν υπνοβάτης σε ασφαλιστικό γραφείο. Δεν ήξερα
συνειδητά τι έκανα. Όταν αναρωτήθηκα γιατί τώρα κι όχι πριν, κατάλαβα πως
ήταν η νέα ζωή που ήρθε στη ζωή μας και ζητούσε από τώρα προστασία. Αυτά.

Θα πω κοινοτυπίες μα χρειάζονται κι αυτές: εντύπωση κάνει, όταν έχεις ζήσει
περίπου τριάντα χρόνια στο εξωτερικό -όπως του λόγου μου- ο τρόπος που
βιώνουν οι συνέλληνες το αμάξι: δεν είναι εργαλείο, αλλά όπλο επιθετικό.
Δεν είναι μέσο, αλλά τεκμήριο ισχύος. Έξω το κορνάρισμα έχει καταργηθεί.
Εδώ χρησιμεύει για να υπενθυμίζει την ύπαρξη εκείνου που είναι από πίσω.
Είναι βέβαια και οι δρόμοι. Αλλά κυρίως πιστεύω πως η συνείδηση το οδηγού
αποκτιέται, όπως κι η ελευθερία, με το αίμα. Δυστυχώς, θα πρέπει να τρέξει
ακόμα για μια τριακονταετία αρκετό αίμα στην άσφαλτο (ανά σαββατοκύριακο
είχαμε περισσότερους νεκρούς απ? ό,τι στην Εζεργοβίνη με τον πόλεμο) κι
αυτό για να απελευθερωθούμε από τα παλιά δεσμά του αλόγου. Το έχει
επισημάνει σε ένα άρθρο του στο περιοδικό μας πολύ εύστοχα ο Νίκος Δήμου.
Ίππων ίσον αλόγων. Και θυμάμαι παλιά, στην Καισαριανή όπου έμενα, ο
γείτονας μιλούσε το πρωί στο αυτοκίνητό του (όπως παλιά στο χωριό του, πριν
μεταναστεύσει στην Αθήνα και γίνει ένας από τα εκατομμύρια αγροτοπολίτες
της, που καλημέριζε τη φοράδα του). Σαπούνιζε το αμάξι του, όπως καθάριζε
παλιά το άλογο του. Σήμερα, είκοσι χρόνια μετά, μόνο κάτι πολύ ηλικιωμένοι
δεν έχουν πετύχει τον απογαλακτισμό τους από τη φοράδα του χωριού. H
συντριπτική πλειοψηφία προτιμά τα αυτόματα πλυντήρια τα οποία σε σχέση με
το εξωτερικό είναι σχεδόν τζάμπα.
Για το ρόλο του αυτοκινήτου στη λογοτεχνία μας θα μιλήσουμε μιαν άλλη φορά.
Για την ώρα ας γίνουν οι ρόδες φτερά κι ας απογειωθούμε μαζί στο χώρο της
σκέψης, όπου σαν τα ελικόπτερα της Εξπρές Σέρβις βλέπουμε από ψηλά το
φρακάρισμα της κυκλοφορίας.
Πρώτο φρακάρισμα, το Σκοπιανό. Πώς μπλεχτήκαμε σ? αυτή την αδιέξοδη ιστορία
της ονοματοθεσίας; Φταίνε βέβαια όλες οι κυβερνήσεις από το 1945 και μετά
που δεν είπαν «κιχ», αλλά φταίει πρωτίστως κι ο κ. Σαμαράς που μας σαμάρωσε
το πρόβλημα, λόγω προγιαγιάς του, της Πηνελόπης Δέλτα. (Φιλολογικό
ψευδώνυμο που κατέληξε στις μέρες μας να γίνει γνωστό σαν γιαούρτι. Μα ενώ
η Πηνελόπη Δέλτα έγραψε ελληνιστί, τα γιαούρτια Δέλτα προτίμησαν τη
λατινική γραφή, για τα νέα, «ζωντανά» προϊόντα τους, οπότε κι εγώ που γράφω
ελληνικά τα εγκατέλειψα, γιατί ήρθα μετά 30 χρόνια να ζήσω στον τόπο μου
και θέλω να αγοράζω προϊόντα τουλάχιστον με το αλφάβητό μου).

Επιστροφή στο φρακάρισμα: κι ακολουθώντας τη λάθος γραμμή Σαμαρά, όλοι οι
άλλοι κύλησαν στο αυλάκι της. Επειδή είναι ένα θέμα που μας απασχόλησε και
δυστυχώς θα μας απασχολήσει και μελλοντικά, θέλω να ξεκαθαρίσω τη θέση μου
πάνω σ? αυτό για να προλάβω, αν γίνεται, περιττές παρεξηγήσεις. Όταν είσαι
υπουργός εξωτερικών μιας βαλκανικής χώρας που ανήκει στην EOK και ξεσπά το
μακελειό στην περιοχή σου, τι κάνεις, τι λες; Λες: «θέλω πίσω ένα όνομα που
μου το σφετερίστηκαν» κι αφήνεις τους άλλους άναυδους με την έλλειψη
επικοινωνίας σου με το περιβάλλον ή λες (όπως πίστευα εγώ) «ακούστε, φίλοι
εταίροι: για την πρώην Γιουγκοσλαβία έχετε εμένα για να παρέμβετε. Είμαι
γείτονας και θα σας κάνω το σέρβις. Είμαι βαλκάνιος και άρα η Αθήνα γίνεται
το κέντρο στη ευρωπαϊκής συμμετοχής στην κρίση. Ελάτε».
Τους φέρνεις λοιπόν στην Αθήνα, ζουν από δω και δρουν από δω, και αφού τους
έχεις καταϋποχρεώσει με το service σου, τους λες ψιθυριστά στο αυτί:
«ακούστε, έχουμε κι ένα μικρό πρόβλημα που άπτεται της εθνικής μας
ευαισθησίας. Είναι ένα όνομα που χρησιμοποιούν σε ένα κρατίδιο και καλό θα
ήταν να μην το κάνουν εφεξής που το κρατίδιο αυτό θέλει την
ανεξαρτητοποίηση του». Τι θα σου πουν τότε οι εταίροι σου; Ότι είσαι
τρελός; Ότι είσαι εθνικιστής; Ότι είσαι σωβινιστής; Ότι δε λαμβάνεις υπόψη
σου τις ευαισθησίες του άλλου; Διόλου. Θα κοιτάξουν να δουν τι μπορεί να
γίνει στα μουλωχτά, δια της διπλωματικής οδού, ώστε να ικανοποιήσουν το
δίκαιο αίτημά σου, με το ελάχιστο κόστος.
Όταν όμως την ώρα που ρέει άφθονο το αίμα στην Κροατία πρώτα, στο Σεράγεβο
έπειτα, κι όπου το Κοσυφοπέδιο είναι η φυτεμένη νάρκη από χρόνια και όλοι
τρέμουν μην την πατήσει κανείς, όταν σε ένα κλίμα παράλογης αναβίωσης
φαντασμάτων του παρελθόντος (Ουστάσι εναντίον Αντιστασιακών, Χιτλερικοί
εναντίον πρώην Μπολσεβίκων, Ορθόδοξοι και Καθολικοί σε πλήρη διένεξη τύπου
filioque), όταν το παζλ του Τίτο καταρρέει αιματηρά, εσύ βγαίνεις ε κ ε ί ν
η τ η ν κ ρ ί σ ι μ η
σ τ ι γ μ ή και θέτεις πρόβλημα ονόματος, τότε σίγουρα κάτι δεν πάει καλά
με το νευρικό σου σύστημα.
Κι έρχεται ο τότε υπουργός εξωτερικών της Ιταλίας, ο Ντε Μικέλις και σου
μιλάει με τη γλώσσα του Ουμπέρτο Έκο, δηλαδή τη σημειολογία: «δεν
πρόκειται», λέει, «για nomme, αλλά για denominazione». Κι εσύ του απαντάς
με λογοπαίγνια τύπου Γεωργίου Παπανδρέου, του 19ου αιώνα:«Ο κύριος Πικολί
είναι πιο μικρός από το ονομά του».
Τα ζήσαμε εμείς που ήμασταν έξω αυτά τα χρόνια και φυσικά κάναμε ό,τι ήταν
δυνατόν για να αποσείσουμε τις κατηγορίες του σωβινισμού και του υστερισμού
που μας προσάπταν οι ξένοι. Κάναμε μάλιστα και μια παρέμβαση, οι έξι, στο
Παρίσι (Γαβράς, Ξενάκης, Pavlos, Βάσω Παπαντωνίου, Βαγγέλης Παπαθανασίου
και ο υπογράφων, με την ενεργό συμπαράσταση της τότε υπουργού Πολιτισμού,
Ντόρας Μπακογιάννη) όπου μιλήσαμε στα γαλλικά κέντρα λήψης αποφάσεων του
Τύπου και των MME. Αποτέλεσμα: φύγαν τα επίθετα «υστερικός λαός» και
«σωβινιστικός» για περίπου έξι μήνες. Αλλά γιατί εμείς οι δημιουργοί να
καλούμαστε πάντα να πληρώνουμε τις γκάφες των πολιτικών μας;

Και το αδιέξοδο φρακάρισμα, μετά τη λάθος αυτή αρχή, συνεχίζεται, αγαπητοί
αναγνώστες, καθώς από το ελικόπτερο βλέπω τη διασταύρωση Αππίας και
Εγνατίας Οδού. H αρχή είναι το ήμισυ του παντός, λέγαν οι πρόγονοί μας. H
κακή αρχή είναι το κακό ολόκληρο. Έπειτα, οι άλλοι ακολουθούν το λάθος
λούκι. O ελληνισμός δεν ευτύχησε την κρίσιμη εκείνη ώρα του 1991 να έχει το
νέο Βενιζέλο του. Κι έτσι χάνει κι είναι κρίμα, γιατί το δαιμόνιο της φυλής
θα είχε ως τώρα μεταμορφώσει το κρατίδιο σε ένα απέραντο ελληνικό
σουπερμάρκετ, όπως συνέβη στη γειτονική Βουλγαρία. O Έλληνας είναι
γεννημένος έμπορος που όμως, αφού τα οικονομήσει, γίνεται και έξοχος
πατριώτης. Δε θα υπήρχε ελληνική επανάσταση του 1821 χωρίς τους εμπόρους
της ξενιτειάς. Χάσαμε λοιπόν την ευκαιρία να κατακτήσουμε τα ρημαγμένα
Βαλκάνια εμπορικά και μετά να τα εξελληνίσουμε. Κι όλα για μια βλακεία, ένα
απωθημένο εγγονού προς την προγιαγιά του που έγραψε τα σωβινιστικά (αλλά
σωστά για την εποχή που γράφτηκαν) «Μυστικά του Βάλτου».

Απαραίτητη σημείωση: ο υπογράφων δεν έχει τίποτα εναντίον της ΠΟΛ. AN. και
του ιδρυτή της. Μπορεί μάλιστα να πει ευθαρσώς ότι τυγχάνει θαυμαστής του
κ. Σαμαρά. Ωστόσο το λάθος timing του προβλήματος της ονοματοθεσίας είναι
συνώνυμο του άδικου πέναλτι σε μια ομάδα που δεν παίζει και που ο τρελός
διαιτητής της καταλογίζει από το γήπεδο, ενώ η ομάδα αυτή παρακολουθεί από
τις ασφαλείς κερκίδες τον αγώνα Δυναμό-Ερυθρός Αστήρ._Β.Β.

(*) O τίτλος της στήλης μου ανήκει και πρώτος τον χρησιμοποίησα στο ομώνυμο
βιβλίο μου που εκδόθηκε το 1965. Από τότε έγινε_ παντιέρα, αλλά τώρα τον_
παίρνω πίσω!._Β.Β.